Σαββάτο βράδυ. Βγαίνω μία βόλτα έξω από το ημίφως και τη φασαρία, για να πω ένα γεια στον Α. που δουλεύει στην πόρτα, και να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Bλέπω τον τύπο απέναντι να καλύπτει και κείνο το τελευταίο εκτεθειμένο κομματάκι από την γυάλινη πόρτα της πλέον αόρατης Τράπεζας, με μία νέα αφίσα.
Φούξια είν' αυτό;...
Το φούξια δεν μου αρέσει ιδιαίτερα σα χρώμα, μου υπενθυμίζει εκείνη την ώρα το στριμμένο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου.
Μισοκλείνω τα μάτια μου.
Μ' αυτό που αντικρύζω, η καρδιά μου χάνει σε ένα δευτερόλεπτο δέκα χρόνων, δύο κτύπους.
I used
to think
that the day
would never
comeΠερνάω το δρόμο τρέχοντας. Ο τύπος είναι σκυμμένος πάνω από έναν κουβά. Βλέπω τις αφίσσες όλες τυλιγμένες ρολό εκεί δίπλα, αριστερά του. Η καρδιά μου επιταχύνει, φταίει το ξάναμα, άλλωστε για τη μεταφορά στο χρόνο πρέπει να είναι γερή κράση ο άνθρωπος. Ο τύπος σηκώνεται, με κοιτάζει ερευνητικά.
"
Να σου πω... Μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις μία σε παρακαλώ πάρα πολύ;" και του δείχνω το ρολό μπροστά του.
Είμαι σίγουρη, ότι από την αγωνία μου δεν του χαμογέλασα καν.
Η απάντηση ήταν αποστομωτική.
"
Όχι", και μου γυρνάει την πλάτη.
"
Όχι;" μάλλον πρέπει να το ψιθύρισα, ίσως πάλι και να το σκέφτηκα δυνατά.
Ακούω το γέλιο του.
"
Πάρε βρε κοπελιά μία αφίσα, που το ρωτάς κιόλας..."
Ξεχωρίζω μία αφίσα, την τυλίγω με προσοχή, συγκρατώ μόλις και μετά βίας τον εαυτό μου από το να βουτήξω τον άνθρωπο και να του σκάσω ένα φιλί στο κούτελο και ξαναπερνάω τρέχοντας το δρόμο.
Ο Α. μου γελάει από μακρυά.
Κι εγώ εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμάμαι, ότι τελικά το φούξια το αγαπάω υπερβολικά πολύ, όταν το βλέπω ανθισμένο επάνω στην βουκαμβίλια μου.
Μία φωτογραφία χίλιες λέξεις, λεν'.
Κι εγώ που τη φωτογραφία την αγαπάω πάρα πολύ, λέω πως μερικές φορές ναι...
Μερικές άλλες όμως, πολύ απλά, όχι...